βαρύγυιος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ον,
A weighing down the limbs, wearisome, κέλευθα Opp.H.5.63; νοῦσος AP6.190.9 (Gaet.).
German (Pape)
[Seite 433] gliederbeschwerend, -lähmend, νοῦσος Gaetul. 3 (VI, 190); κέλευθα Opp. Hal. 5, 63.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρύγυιος: -ον, ὁ βάρος προξενῶν εἰς τὰ μέλη, κοπιαστικός, κέλευθα Ὀππ. Ἁλ. 5. 63· νοῦσος Ἀνθ. ΙΙ. 6. 190.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui alourdit les membres, fatigant, accablant.
Étymologie: βαρύς, γυῖον.
Spanish (DGE)
(βᾰρύγυιος) -ον
que fatiga los miembros, agotador νοῦσος AP 6.190.9 (Gaet.), κέλευθα Opp.H.5.63.
Greek Monolingual
βαρύγυιος, -ον (Α)
αυτός που βαραίνει τα μέλη του σώματος, κοπιαστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + γυίον στον πληθ. «τα μέλη του σώματος»].
Greek Monotonic
βᾰρύγυιος: -ον (γυῖον), αυτός που προκαλεί βάρος στα μέλη του σώματος, κοπιαστικός, εξοντωτικός, σε Ανθ.