ἀπόπλυμα

From LSJ
Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόπλῠμα Medium diacritics: ἀπόπλυμα Low diacritics: απόπλυμα Capitals: ΑΠΟΠΛΥΜΑ
Transliteration A: apóplyma Transliteration B: apoplyma Transliteration C: apoplyma Beta Code: a)po/pluma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A water in which anything has been diluted or dissolved, ἀ. κηρίων mead, ἀ. τιτάνου lime-water, D.S.5.26,28; κρεῶν Sor.1.59.

German (Pape)

[Seite 319] τό, das Abgespülte, Spülwasser, Sp. τιτάνου, Kalkwasser, D. Sic. 5, 28.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόπλῠμα: τό, ὕδωρ ἐν ᾧ ἐπλύθη ἢ διελύθη τι, ἀπόπλυμα κηρίων, ὑδρομέλι, ἀπόπλυμα τιτάνου, ἀσβεστόνερον, Διόδ. 5. 26, 28.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
agua donde se ha lavado o desleído, agua de ὡς ἀποπλύματα κρεῶν νεοσφαγῶν de deyecciones, Archig.p.70L., cf. Sor.44.8, ἀ. τιτάνου agua calcárea D.S.5.28, τὰ κηρία πλύνοντες τῷ τούτων ἀποπλύματι χρῶνται lavando los panales, se sirven del líquido que sueltan D.S.5.26, τὸ ἀπόπλυμα τοῦ πίνακος ἐπιχέασα αὐτῇ habiéndole arrojado el agua de fregar del barreño Pall.H.Laus.34.7.

Greek Monolingual

το (AM ἀπόπλυμα)
το ακάθαρτο νερό που προέρχεται από το πλύσιμο
νεοελλ.
(για άνθρωπο) υποδεέστερος, παρακατιανός
αρχ.
νερό στο οποίο έχει διαλυθεί κάτι, διάλυμα.