παρακατιανός

From LSJ

πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner

Source

Greek Monolingual

και παρακατινός, -ή, -ό
1. αυτός που βρίσκεται σε χαμηλότερη θέση
2. ο κατώτερος ως προς την αξία, ικανότητα ή ποιότητα
3. (για πρόσ. με υποτιμ. σημ.) αυτός που ανήκει στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα
4. μτφ. φτηνός, ταπεινός, ασήμαντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρακάτω + κατάλ. -ι(α)νός].