τίλφη
From LSJ
ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
English (LSJ)
ἡ,
A = σίλφη, Luc.Ind.17; cf. τίφη.
German (Pape)
[Seite 1114] ἡ, = σίλφη, auch τίφη geschrieben, s. Lob. Phryn. 300.
Greek (Liddell-Scott)
τίλφη: ἡ, = σίλφη, Λουκ. πρὸς Ἀπαίδευτ. 17· φέρεται δὲ καὶ τίφη, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 300.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
c. σίλφη.
Greek Monolingual
ἡ, Α
βλ. σίλφη.