νηκερδής

From LSJ
Revision as of 19:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ἐφ' ὅσον αὐτοῦὑπόστασις τῶν χρόνων ὑπῆρχεν → as long as his store of years lasted

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηκερδής Medium diacritics: νηκερδής Low diacritics: νηκερδής Capitals: ΝΗΚΕΡΔΗΣ
Transliteration A: nēkerdḗs Transliteration B: nēkerdēs Transliteration C: nikerdis Beta Code: nhkerdh/s

English (LSJ)

ές,

   A without gain, unprofitable, νηκερδέα βουλήν Il.17.469; ἔπος νηκερδὲς ἔειπες Od.14.509.

Greek (Liddell-Scott)

νηκερδής: -ές, (νη-) ἄνευ κέρδους, ἀνωφελής, νηκερδέα βουλὴν Ἰλ. Ρ. 469· ἔπος νηκερδὲς ἔειπεν Ὀδ. Ξ. 509.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
sans profit, inutile.
Étymologie: νη-, κέρδος.

English (Autenrieth)

ές (κέρδος): profitless, useless.

Greek Monolingual

νηκερδής, -ές (Α)
αυτός που δεν αποφέρει όφελος, ο χωρίς κέρδος, ασύμφορος, ανωφελής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + -κερδής (< κέρδος), πρβλ. α-κερδής, δυσ-κερδής].

Greek Monotonic

νηκερδής: -ές (νη-, κέρδος), αυτός που δεν αποφέρει κέρδος, σε Όμηρ.