γωνιώδης

From LSJ
Revision as of 22:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

ἀνιαρῶς τε φέρει τὴν τελευτὴν, καίτοι γε τὸν πρόσθεν χρόνον διαχλευάζων τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον, καὶ πρᾴως ἐπιτωθάζων → he bears death with grief, although in a former time he criticized, and mildly derided, those that were fearing death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γωνιώδης Medium diacritics: γωνιώδης Low diacritics: γωνιώδης Capitals: ΓΩΝΙΩΔΗΣ
Transliteration A: gōniṓdēs Transliteration B: gōniōdēs Transliteration C: goniodis Beta Code: gwniw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A angular, Th.8.104; at a sharp angle, διαστροφή Hp. Art.47.

German (Pape)

[Seite 512] ες, = γωνιοειδής, Thuc. 8, 104; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

γωνιώδης: -ες, (εἶδος) γωνιακός, ὅμοιος γωνίᾳ, Θουκ. 8. 104· ἔχων ἢ σχηματίζων ὀξεῖαν γωνίαν, διαστροφὴ Ἱππ. Ἄρθρ. 812.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
de forme angulaire.
Étymologie: γωνία, -ωδης.

Spanish (DGE)

-ες
angular περιβολή Th.8.104, διαστροφή Hp.Art.47, ἐκκοπαί Procop.Gaz.M.87.645C, ἐξοχὴ γ. un saliente formando esquina en la muralla, Eust.1082.27
op. σφαιροειδής anguloso, con aristas de la forma de un nido de pájaros οὐ γωνιῶδες Plu.2.966e.

Greek Monolingual

-ες (AM γωνιώδης, -ες)
ο γωνιοειδής.

Greek Monotonic

γωνιώδης: -ες (γωνία, εἶδος), αυτός που σχηματίζει γωνία, γωνιακός, αυτός που μοιάζει με γωνία, σε Θουκ.