περιβιόω
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
A survive, aor. inf. -βιῶναι Plu.Cor.11 : fut. inf. -βιώσεσθαι Id.Ant.53; τὴν παροῦσαν ἡμέραν -βεβιωκότες LXX 3 Ma.5.18. II trans., in fut., keep alive, v.l. in ib.Ex.22.18(17) cod. A.
German (Pape)
[Seite 570] (s. βιόω), überleben, Plut. Ant. 53 Cor. 11; – trans., im Leben erhalten, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
περιβιόω: ἐπιζῶ, Πλουτ. Κοριολ. 11, Ἀντών. 53. ΙΙ. μεταβ., ἐν τῷ μέλλ., διατηρῶ τινα ἐν τῇ ζωῇ, διάφ. γραφ. ἐν Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΒϳ, 18).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
survivre.
Étymologie: περί, βιόω.
Greek Monotonic
περιβιόω: επιζώ, σε Πλούτ.