ἰσχαλέος

From LSJ
Revision as of 23:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσχᾰλέος Medium diacritics: ἰσχαλέος Low diacritics: ισχαλέος Capitals: ΙΣΧΑΛΕΟΣ
Transliteration A: ischaléos Transliteration B: ischaleos Transliteration C: ischaleos Beta Code: i)sxale/os

English (LSJ)

α, ον, poet. for ἰσχνός,

   A dried, κρομύοιο λοπὸς ἰσχαλέοιο Od.19.233; thin, paltry, περόναι Man.6.434:—later ἰσχνᾰλέος, Eust. 1863.60.

German (Pape)

[Seite 1272] p. = ἰσχνός; κρόμυον Od. 19, 233; Hippocr. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχᾰλέος: -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἰσχνός, λεπτός, χιτῶν᾿… οἷόν τε κρομύοιο λοπόν κάτα ἰσχαλέοιο Ὀδ. Τ. 233· - λεπτός, μηδαμινός, περόναι Μανέθων 6. 434· - μετέπειτα ἰσχναλέος, Εὐστ. εἰς Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
desséché, sec.
Étymologie: cf. ἰσχνός.

English (Autenrieth)

(ἰσχνός): dry, withered, Od. 19.233†.

Greek Monolingual

ἰσχαλέος, -α, -ον (ποιητ. τ.) (Α)
1. πολύ λεπτός
2. πολύ μικρός, μηδαμινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το επίθ. ισχνός και εμφανίζει επίθημα -αλέος].

Greek Monotonic

ἰσχᾰλέος: -α, -ον, ποιητ. αντί ἰσχνός, λεπτός, αδύνατος, σε Ομήρ. Οδ.