ἀπωστός
Ὕπνος δὲ πάσης ἐστὶν ὑγίεια νόσου → Sopor est hominibus ipsa vitae sanitas → Genesung bringt von jeder Krankheit tiefer Schlaf
English (LSJ)
ή, όν,
A thrust or driven away from, τῆς ἑωυτοῦ (sc. γῆς) Hdt.6.5, cf. S.Aj.1019. II that can be driven away, οὐδὲ ἀπωστοὶ ἔσονται Hdt.1.71.
German (Pape)
[Seite 342] weggestoßen, vertrieben, γῆς Soph. Ant. 978.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπωστός: -ή, -όν, ὁ ἀπελαθεὶς ἀπό τινος μέρους, «ἐκδεδιωγμένος» (Σουΐδ), τῆς ἑωυτοῦ (ἐνν. γῆς) Ἡρόδ. 6. 5, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 1019· «ἀπωστός· φυγὰς» Ἡσύχ. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ ἀπελάσῃ, νὰ ἀποδιώξῃ, οὐδὲ ἀπωστοὶ ἔσονται Ἡρόδ. 1. 71.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 repoussé, chassé de, gén.;
2 qui ne peut être repoussé ou chassé.
Étymologie: ἀπωθέω.
Spanish (DGE)
-όν
echado, expulsado τῆς ἑωυτοῦ (γῆς) Hdt.6.5, cf. 1.71, S.Ai.1019, ὑπ' αὐτῶν ἐκ τοῦ βίου Fauorin.Fr.17, ἀπωστός· φυγάς Hsch.
Greek Monolingual
βλ. απωθώ.
Greek Monotonic
ἀπωστός: -ή, -όν (ἀπωθέω),
I. αυτός που έχει εκδιωχθεί ή απελαθεί από έναν τόπο, με γεν., σε Ηρόδ., Σοφ.
II. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να εκδιώξει, να εκτοπίσει, σε Ηρόδ.