ἐποποῖ

From LSJ
Revision as of 23:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε → you have taken freely; give freely

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐποποῖ Medium diacritics: ἐποποῖ Low diacritics: εποποί Capitals: ΕΠΟΠΟΙ
Transliteration A: epopoî Transliteration B: epopoi Transliteration C: epopoi Beta Code: e)popoi=

English (LSJ)

a cry to mimic that of the hoopoe (ἔποψ), Ar.Av.58.

German (Pape)

[Seite 1008] (ἔποψ), Ruf des Wiedehopfs, Ar. Av. 227, nach dem Schol. ἐποποί zu schreiben.

Greek (Liddell-Scott)

ἐποποῖ: κραυγὴ κατ’ ἀπομίμησιν τῆς φωνῆς τοῦ ἔποπος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 58.

French (Bailly abrégé)

interj.
cri de la huppe.
Étymologie: ἔποψ.

Greek Monolingual

ἐποποῑ (Α) έποψ
κραυγή κατ’ απομίμηση της φωνής του έποπος, του τσαλαπετεινού («οὐκ ἀντὶ τοῡ παιδὸς σ’ ἐχρῆν ἐποποῑ καλεῑν», Αριστοφ.).

Greek Monotonic

ἐποποῖ: κραυγή κατ' απομίμηση της φωνής του τσαλαπετεινού (ἔποψ), σε Αριστοφ.