ἀντιθετικός
ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together
English (LSJ)
ή, όν,
A setting in opposition, contrasting, ἀ. δύναμις φαινομένων τε καὶ νοουμένων S.E.P.1.8; antithetical, Eust.1325.19; ἀντιθετικά, τά, D.21 Arg.ii9; ἀ. στάσις Hermog.Stat.4, al. II contrasted, correspondent, of poems in which a number of κῶλα are repeated in reversed order, Heph. Poëm.4.6.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιθετικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων ἢ ἀποτελῶν ἀντίθεσιν, ἔστι δὲ σκεπτικὴ δύναμις ἀντιθετικὴ φαινομένων τε καὶ νοουμένων καθ’ οἷον δήποτε τρόπον Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 8: - ὁ ἐξ ἀντιθέσεως προερχόμενος, Εὐστ. 1325. 19. ΙΙ. ἀντίστοιχος, ἐπὶ μέτρων, ἐν οἷς ὁ πρῶτος στίχος τῆς ἀντιστροφῆς ἀντιστοιχεῖ πρὸς τὸν τελευταῖον τῆς στροφῆς, καὶ ἀντιστρόφως, Ἡφαιστίων σ. 117.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1que opone ἔστι δὲ ἡ σκεπτικὴ δύναμις ἀ. φαινομένων τε καὶ νοουμένων la capacidad de examen (o escepticismo) opone las apariencias a los juicios S.E.P.1.8.
2 ret. antitético στάσις Hermog.Stat.34, cf. Fortunat.Rh.91.10, Eust.1325.19
•subst. τὰ ἀ. las antítesis D.21.argumen.2.9.
II que se corresponde en sentido inverso de poemas cuyos κῶλα están repetidos en orden inverso, Heph.Poëm.4.6.
III adv. -ῶς en antítesis Alex.Aphr.in Top.580.1, Gr.Nyss.Eun.3.10.18.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἀντιθετικός, -ή, -ό)
αυτός που βρίσκεται σε αντίθεση με κάποιον άλλο
αρχ.
1. εκείνος που προέρχεται από αντίθεση
2. (Μετρ.) αυτός που παρουσιάζει μετρική αντιστοιχία με κάποιον άλλο.