προενσείω
From LSJ
Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who is not wise for himself → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor
English (LSJ)
A fling troops at before, τινὰς τῷ Κρατερῷ Plu.Eum. 6.
German (Pape)
[Seite 720] vorher hineinrütteln, -schütteln, -schlagen, Plut. Eumen. 6.
Greek (Liddell-Scott)
προενσείω: ἐνσείω πρότερον ἢ ἐνώπιον, πρὸς πολεμίους τινὶ Πλούτ. Εὐμέν. 6.
French (Bailly abrégé)
lancer auparavant contre, τινι.
Étymologie: πρό, ἐνσείω.
Greek Monolingual
Α
εκσφενδονίζω προηγουμένως κάτι εναντίον κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐνσείω «εκσφενδονίζω»].
Greek Monotonic
προενσείω: μέλ. -σω, σείω, κινώ από πριν, τινά τινι, σε Πλούτ.