προτιάπτω
From LSJ
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
English (LSJ)
προτιβάλλομαι, προτιειλεῖν, προτιείποι,
A v. προσ-.
German (Pape)
[Seite 792] dor. statt προσάπτω.
Greek (Liddell-Scott)
προτιάπτω: προτιβάλλομαι, προτιειλεῖν προτιείποι, ἴδε προσ-.
French (Bailly abrégé)
dor. c. προσάπτω.
English (Autenrieth)
attach to, accord, Il. 24.110†.
Greek Monolingual
Α
(δωρ. τ.) βλ. προσάπτω.
Greek Monotonic
προτιάπτω: -βάλλομαι, -ειλέω, -εῖπον, βλ. προσ-.