ἄκλυστος

From LSJ
Revision as of 17:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκλυστος Medium diacritics: ἄκλυστος Low diacritics: άκλυστος Capitals: ΑΚΛΥΣΤΟΣ
Transliteration A: áklystos Transliteration B: aklystos Transliteration C: aklystos Beta Code: a)/klustos

English (LSJ)

ον, = foreg., Zeno.Stoic.1.56, Lyc.736, Plu.Mar.15, Nonn.D.39.8, al.;

   A λιμὴν ἄ. D.S.3.44; γῆ, free from inundation, Max. Tyr.414: fem., Αὖλιν ἀκλύσταν E.IA121.

German (Pape)

[Seite 74] fem. ἀκλύστη Eur. Iph. A. 121; nicht von Wogen bespült, beunruhigt, oft bei Nonn.; auch Plut. u. Ael. H. A. 13, 19.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκλυστος: -ον, = ἀκλυδώνιστος, Λυκόφρ. 736, Πλουτ. Μάριος, 15, Νόνν., κτλ., λιμὴν ἄκλ., Διόδ. 3. 44· θηλ. Αὖλιν ἀκλύσταν, Εὐρ. Ι. Α. 121.

French (Bailly abrégé)

ος poét. α, ον :
non battu des flots.
Étymologie: ἀ, κλύζω.

Spanish (DGE)

-ον

• Morfología: [fem. -α E.IA 121]
1 no batido por las olas, protegido contra el oleaje Αὖλις E.l.c., λιμήν D.S.3.44, σκέπας Lyc.736, de un río στόμα Plu.Mar.15, (σηπίαι) ἄσειστοί τε καὶ ἄκλυστοι μένουσιν Ael.NA 5
no inundable γῆ Max.Tyr.41.4.
2 carente de oleaje θάλαττα Ael.NA 13.19, Nonn.D.39.8, fig. ἐν βυθῷ γαλήνης ἀκλύστου καταφανεῖ en la clara profundidad de una calma serena Zeno Stoic.1.56.

Greek Monolingual

ἄκλυστος, -ον (Α) κλύζω
ο ακλυδώνιστος.

Greek Monotonic

ἄκλυστος: -ον (κλύζω), αυτός που δεν βρέχεται από κύματα, σε Πλούτ. κ.λπ.· ως θηλ., Αὖλιν ἀκλύσταν, σε Ευρ.