παμφεγγής
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
ές,
A = παμφαής, S.El.105 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 455] ές, = παμφαής; ἄστρων ῥιπαί, Soph. El. 105; Maneth. 3, 425 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
παμφεγγής: -ές, = παμφαής, Σοφ. Ἠλ. 105.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
tout brillant.
Étymologie: πᾶν, φέγγος.
Greek Monolingual
παμφεγγής, -ές (Α)
παμφαής, λαμπρότατος, φεγγοβόλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -φεγγής (< φέγγος), πρβλ. ευ-φεγγής].
Greek Monotonic
παμφεγγής: -ές, = παμφαής, σε Σοφ.