προσαμφιέννυμι

From LSJ
Revision as of 07:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσαμφιέννῡμι Medium diacritics: προσαμφιέννυμι Low diacritics: προσαμφιέννυμι Capitals: ΠΡΟΣΑΜΦΙΕΝΝΥΜΙ
Transliteration A: prosamphiénnymi Transliteration B: prosamphiennymi Transliteration C: prosamfiennymi Beta Code: prosamfie/nnumi

English (LSJ)

Att. fut. -αμφιῶ,

   A put on over, τινά τι Ar.Eq.891.

German (Pape)

[Seite 748] (s. ἕννυμι), noch dazu od. darüber anziehen, τινά τι, Ar. Equ. 888.

Greek (Liddell-Scott)

προσαμφιέννῡμι: μέλλ. Ἀττικ. -αμφιῶ, ἀμφιέννυμι ἐπὶ πλέον, τινά τι Ἀριστοφ. Ἱππ. 891. ― Κατὰ Σουΐδ.: «προσαμφιῶ, πρὸς οἷς ἔχει ἐνδύσω».

French (Bailly abrégé)

faire revêtir, τινά τι qch à qqn.
Étymologie: πρός, ἀμφιέννυμι.

Greek Monolingual

Α
ντύνω κάποιον επιπροσθέτως («ἐγὼ γὰρ αὐτὸν προσαμφιῶ τοδί», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀμφιέννυμι «περιβάλλω κάποιον με κάτι, ντύνω»].

Greek Monotonic

προσαμφιέννῡμι: Αττ. μέλ. -αμφιῶ, ντύνω επιπλέον, τί τινα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

προσαμφιέννῡμι: (fut. προσαμφιῶ) надевать (τινά τι Arph.).