διαθρυλέω
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
English (LSJ)
A spread abroad, mostly in pf. and plpf. Pass., to be commonly reported, διετεθρύλητο ὡς . . X.Mem.1.1.2; to be hackneyed, of a quotation, Plu.Cim.15. II Pass., to be talked deaf, διαθρυλουμένους ὑπό σου X.Mem.1.2.37; διατεθρύλημαι ἀκούων Pl.Ly.205b; διατεθρυλημένος τὰ ὦτα Id.R.358c.
Greek (Liddell-Scott)
διαθρῡλέω: (ἴδε ἐν λ. θρυλέω, = διαθροέω)· - κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει κατὰ πρκμ. καὶ ὑπερσυντέλ. Παθ., κοινῶς λέγομαι, διαφημίζομαι, διακωδωνίζομαι, διετεθρύλητο ὡς… Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 2, πρβλ. Πλούτ. Κίμ. 15. ΙΙ. ἐκκωφοῦμαι ἐκ τῆς συνεχοῦς ὁμιλίας, «ξεκωφαίνομαι», διαθρυλούμενος ὑπό σου Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 37· διατεθρύλημαι ἀκούων Πλάτ. Λύσ. 205Β· διατεθρυλημένος τὰ ὦτα ὁ αὐτ. Πολ. 358C.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 répandre un bruit : διετεθρύλετο ὡς XÉN c’était un bruit répandu que, etc.
2 rebattre les oreilles, assourdir en parlant ou en criant.
Étymologie: διά, θρυλέω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): tb. διαθρυλλ- por geminación expresiva
I tr.
1 divulgar, hablar constantemente de ἐκεῖνα D.C.78.35.2, ταῦτα Ath.Al.H.Ar.44.9, cf. Hsch., en v. pas. οἶμαι αὐτοὺς ἤδη κατατετρῖφθαι διαθρυλουμένους ὑπὸ σοῦ creo que éstos están totalmente desgastados de lo que han sido mencionados por tí X.Mem.1.2.37, cf. Theo.Prog.64.24.
2 llenar de noticias, ensordecer ἀνδρῶν, οὓς διατεθρυλληκέναι ἐς ἑαυτὸν φής los cuales dices te estaban ensordeciendo con noticias Amel.Ep. en Porph.Plot.17.
II en v. pas. perf. o plusperf.
1 estar extendida una noticia, divulgarse c. ὡς: διετεθρύλητο γὰρ ὡς ... X.Mem.1.1.2
•de abstr. estar muy difundido, ser muy popular, estar muy divulgado λόγους ... λέγω τοὺς πάλαι παρ' ὑμῖν διατεθρυλημένους Isoc.15.55, de unos versos τὰ Εὐπόλιδος διατεθρύληται περὶ Κίμωνος Plu.Cim.15, ἐμοὶ πάνυ διατεθρύλλητο τὰ τοιαῦτα περὶ αὐτοῦ Iul.Ep.79, διατεθρύλληται ἡ πίστις ὑμῶν Chrys.M.62.399.
2 estar ahíto de noticias de donde estar ensordecido de pers. ὑπ' ἐμοῦ ἀεὶ ἀκούων διατεθρύληται Pl.Ly.205b, διατεθρυλημένος τὰ ὦτα, ἀκούων ... Pl.R.358c, cf. Aen.Gaz.Thphr.12.4, ἐκκλησία ὑπὸ τῆς νέας ταύτης ... προφητείας ... διατεθρυλημένη Anón. en Eus.HE 5.16.4
•en pres. ser aturdido βασιλέα ὑπὸ πολλῶν τὰ ὦτα διαθρυλλούμενον Chrys.M.58.571.
Greek Monotonic
διαθρῡλέω: μέλ. -ήσω, = διαθροέω, κυρίως στην Παθ.:
I. κοινολογούμαι, διαδίδομαι, διαφημίζομαι, διετεθρύλητο ὡς..., σε Ξεν.
II. ξεκουφαίνομαι από τη συνεχή ομιλία, διαθρυλούμενος ὑπό σου, στον ίδ.