πολύκρανος

From LSJ
Revision as of 01:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠκρᾱνος Medium diacritics: πολύκρανος Low diacritics: πολύκρανος Capitals: ΠΟΛΥΚΡΑΝΟΣ
Transliteration A: polýkranos Transliteration B: polykranos Transliteration C: polykranos Beta Code: polu/kranos

English (LSJ)

ον,

   A many-headed, E. Ba.1017 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 665] vielköpfig, δράκων, Eur. Bacch. 1015.

Greek (Liddell-Scott)

πολύκρανος: -ον, ὁ πολλὰς ἔχων κεφαλάς, πολυκέφαλος, Εὐρ. Βάκχ. 1017· ἀρχὴ λευκὴ καὶ π., ἐπὶ τῆς Ρωμαϊκῆς συγκλήτου, Χρησμ. Σιβ. 3. 176.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à plusieurs têtes.
Étymologie: πολύς, *κρᾶνον (v. κρανίον).

Greek Monolingual

-ον, Α
1. πολυκέφαλοςπολύκρανος δράκων», Ευρ.)
2. (για τη ρωμ. σύγκλητο) πολυμελής («ἀρχὴ λευκή και πολύκρανος», Χρησμ. Σιβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κρανος (< κρᾱνον, βλ. λ. κρανίο), πρβλ. ορθό-κρανος].

Greek Monotonic

πολύκρᾱνος: -ον (κρανίον), αυτός που έχει πολλά κεφάλια, σε Ευρ.