πολύβοτρυς

From LSJ
Revision as of 08:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt

Menander, Monostichoi, 360
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠβοτρυς Medium diacritics: πολύβοτρυς Low diacritics: πολύβοτρυς Capitals: ΠΟΛΥΒΟΤΡΥΣ
Transliteration A: polýbotrys Transliteration B: polybotrys Transliteration C: polyvotrys Beta Code: polu/botrus

English (LSJ)

υος, ὁ, ἡ,

   A abounding in grapes, of places, Hes.Fr.122, Simon.53, Theoc.25.11; ἄμπελος E.Ba. 651.

German (Pape)

[Seite 660] υος, mit vielen Trauben, traubenreich; Hes. fr. 19, 2; ἄμπελος, Eur. Bacch. 650.

Greek (Liddell-Scott)

πολύβοτρυς: -υος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἀφθονίαν σταφυλῶν, ἐπὶ τόπων, Ἡσ. Ἀποσπ. 19. 2, Σιμων. 19· ἐπὶ ἀμπέλου, πολύβοτρυν ἄμπελον Εὐρ. Βάκχ. 651.

French (Bailly abrégé)

υος (ὁ, ἡ)
aux grappes abondantes.
Étymologie: πολύς, βότρυς.

Greek Monolingual

-ότρυος, ὁ, ἡ, Α
(για τόπο) αυτός που έχει πολλούς βότρυς, πολλά σταφύλια («πολύβοτρυς ἄμπελος», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + βότρυς.

Greek Monotonic

πολύβοτρυς: -υος, ὁ, ἡ, αυτός που αφθονεί σε σταφύλια, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

πολύβοτρυς: υος adj. обильный виноградными гроздьями (ἄμπελος Eur.).