δατητής

From LSJ
Revision as of 07:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾰτητής Medium diacritics: δατητής Low diacritics: δατητής Capitals: ΔΑΤΗΤΗΣ
Transliteration A: datētḗs Transliteration B: datētēs Transliteration C: datitis Beta Code: dathth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A distributer, πικρὸς χρημάτων δ. Ἄρης A.Th. 943 (lyr.).    II in Att. law, liquidator of estates or partnerships, Arist.Ath.56.6, etc.

German (Pape)

[Seite 524] ὁ, Vertheiler, Aesch. Spt. 945 χρημάτων, vgl. Harpocr. u. Poll. 4, 176. 8, 136.

Greek (Liddell-Scott)

δατητής: -οῦ, ὁ, ὁ διαμοιράζων, Αἰσχύλ. Θήβ. 945, Ἀριστ. Ἀποσπ. 383, Λυσ. παρ’ Ἁρπ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui fait un partage.
Étymologie: δατέομαι.

Spanish (DGE)

(δᾰτητής) -οῦ, ὁ

• Alolema(s): dór. -άς A.Th.945
repartidor πικρὸς χρημάτων κακὸς δ. Ἄρης A.l.c., cf. Poll.4.176
en derecho ático partidor, repartidor de bienes comunes εἰς δατητῶν αἵρεσιν Arist.Ath.56.6, Harp.s.u. δατεῖσθαι, Poll.8.136, Sud.s.u. δατεῖσθαι.

Greek Monolingual

δατητής, ο (Α)
ο διανεμητής, ο μοιραστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δατη- του δατέομαι].

Greek Monotonic

δατητής: -οῦ, ὁ, αυτός που διαμοιράζει, μοιραστής, διανομέας, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

δᾰτητής: οῦ ὁ
1) распределитель (χρημάτων Aesch.);
2) (в атт. праве) датет (уполномоченный по разделу наследства) Arst.