περίδειπνον

From LSJ
Revision as of 08:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίδειπνον Medium diacritics: περίδειπνον Low diacritics: περίδειπνον Capitals: ΠΕΡΙΔΕΙΠΝΟΝ
Transliteration A: perídeipnon Transliteration B: perideipnon Transliteration C: perideipnon Beta Code: peri/deipnon

English (LSJ)

τό,

   A funeral feast, D.18.288, Aen.Tact.10.5, Men.367, Hegesipp.Com.1.11, PTeb.118.1 (ii B. C.), Phld.Acad.Ind.p.35 M., etc.; τὸ π. τοῦ βίου λαμπρὸν ποιῶ Anaxipp.1.42; Ἀρκεσιλάου π., title of work by Timo, D.L.9.115.

German (Pape)

[Seite 572] τό, Leichenschmaus; Dem. 18, 288; Plut. quaest. Rom. 95; Luc. de luct. 24.

Greek (Liddell-Scott)

περίδειπνον: τό, δεῖπνον ἐπὶ τῷ ἀποθανόντι, «μακαριά», Δημ. 321, 25, Μένανδρ. ἐν «Ὀργῇ» 3· τὸ π. τοῦ βίου λαμπρὸν ποιῶ Ἀνάξιππος ἐν «Ἐγκαλυπτομένῳ» 1. 52.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
repas funéraire.
Étymologie: περί, δεῖπνον.

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. δείπνο που παρέθεταν στους συγγενείς και στους φίλους του νεκρού εννιά μέρες μετά την ταφή, κν. νεκρόδειπνο, μακαριά, παρηγοριά
2. φρ. «Ἀρκεσιλάου περίδειπνον» — τίτλος έργου του Τίμωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + δεῖπνον (πρβλ. επί-δειπνον)].

Russian (Dvoretsky)

περίδειπνον: τό поминальная трапеза, тризна Dem., Men., Luc., Plut.