παλιμμήκης

From LSJ
Revision as of 00:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

παρελθέτω ἀπ' ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτοspare me this | let this cup pass from me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλιμμήκης Medium diacritics: παλιμμήκης Low diacritics: παλιμμήκης Capitals: ΠΑΛΙΜΜΗΚΗΣ
Transliteration A: palimmḗkēs Transliteration B: palimmēkēs Transliteration C: palimmikis Beta Code: palimmh/khs

English (LSJ)

ες,

   A as long again, doubly long, χρόνος A.Ag.196 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 448] χρόνος, doppelt, noch einmal so lang, Aesch. Ag. 189.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλιμμήκης: -ες, ἄλλο τόσον μακρός, διπλάσιος τὸ μῆκος, χρόνος Αἰσχύλ. Ἀγ. 196.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
de double longueur.
Étymologie: πάλιν, μῆκος.

Greek Monolingual

παλιμμήκης, -ες (Α)
αυτός που έχει άλλο τόσο μήκος, διπλάσιος στο μήκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -μήκης (< μῆκος)].

Greek Monotonic

πᾰλιμμήκης: -ες (μῆκος), διπλάσιος στο μήκος, σε Αισχύλ.