χιλιοτάλαντος

From LSJ
Revision as of 21:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Φιλοσοφίαν δὲ τὴν μὲν κατὰ φύσιν, ὦ Βασιλεῦ, ἐπαίνει καὶ ἀσπάζου, τὴν δέ θεοκλυτεῖν φάσκουσαν παραίτου. → Praise and revere, O King, the philosophy that accords with nature, and avoid that which pretends to invoke the gods. (Philostratus, Ap. 5.37)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῑλιοτάλαντος Medium diacritics: χιλιοτάλαντος Low diacritics: χιλιοτάλαντος Capitals: ΧΙΛΙΟΤΑΛΑΝΤΟΣ
Transliteration A: chiliotálantos Transliteration B: chiliotalantos Transliteration C: chiliotalantos Beta Code: xiliota/lantos

English (LSJ)

[τᾰ], ον,

   A weighing or worth a thousand talents, ναοί, μύδροι, Plu.Per.12, 2.924a; ὀφρῦς ἔχον χ., Com. phrase, Alex. 116.7.

German (Pape)

[Seite 1356] tausend Talente schwer od. werth; οὐσία Alexis bei Ath. VI, 237 c; Plut. Pericl. 12.

Greek (Liddell-Scott)

χῑλιοτάλαντος: [ᾰ], -ον, ὁ ἔχων ἀξίαν χιλίων ταλάντων, Πλουτ. Περικλ. 12., 2.924Α· ὀφρῦς ἔχων χιλιοταλάντους, κωμικὴ φράσις ἐν Ἀλέξιδος «Κυβερνήτῃ» 1. 7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui pèse ou vaut mille talents.
Étymologie: χίλιοι, τάλαντον.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει βάρος ή αξία χιλίων ταλάντων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο)- + τάλαντον (πρβλ. δεκα-τάλαντος)].

Greek Monotonic

χῑλιοτάλαντος: [ᾰ], -ον (τάλαντον), αυτός που έχει βάρος ή αξία χιλίων ταλάντων, σε Πλούτ.