χενόσιρις

From LSJ
Revision as of 12:43, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χενόσιρις Medium diacritics: χενόσιρις Low diacritics: χενόσιρις Capitals: ΧΕΝΟΣΙΡΙΣ
Transliteration A: chenósiris Transliteration B: chenosiris Transliteration C: chenosiris Beta Code: xeno/siris

English (LSJ)

ὁ, Egyptian name of

   A ivy, Plu.2.365e.

Greek (Liddell-Scott)

χενόσιρις: ὁ, Αἰγύπτιον ὄνομα τοῦ κισσοῦ, «καὶ παρ’ Αἰγυπτίοις λέγεται χενόσιρις ὁ κιττὸς ὀνομάζεσθαι, σημαίνοντος τοῦ ὀνόματος, ὥς φασι, φυτὸν Ὀσίριδος» Πλούτ. 2. 365Ε.

French (Bailly abrégé)

(ὁ) :
n. égypt. du lierre.
Étymologie: DELG h3n-isr « plante d’Osiris ».

Greek Monolingual

-ίριδος, ὁ, Α
αιγυπτιακή ονομασία του κισσού («καὶ παρ' Αἰγυπτίοις λέγεται χενόσιρις ὁ κιττὸς ὀνομάζεσθαι, σημαίνοντος τοῡ ὀνόματος, ὥς φασι, φυτὸν Ὀσίριδος», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αιγυπτιακό h'-n-ỉsr «φυτό του Οσίριδος»].