ἀμπελογενής

Revision as of 06:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ές,

   A of vine kind, Arist.Ph.199b12.

German (Pape)

[Seite 129] ές, vom Weinstock erzeugt, Arist. phys. ausc. 2, 8 (199, 12).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμπελογενής: -ές, ἀνήκων εἰς τὸ γένος τῆς ἀμπέλου, Ἀριστ. Φυσ. 2. 8, 12.

Spanish (DGE)

-ές
subst. τὰ ἀ. vastagos de vid, vides Arist.Ph.199b12.

Greek Monolingual

ἀμπελογενής, -ὲς (Α)
αυτός που ανήκει στο γένος της αμπέλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμπελος + -γενὴς < γένος].