προσυπάρχω

From LSJ
Revision as of 01:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσυπάρχω Medium diacritics: προσυπάρχω Low diacritics: προσυπάρχω Capitals: ΠΡΟΣΥΠΑΡΧΩ
Transliteration A: prosypárchō Transliteration B: prosyparchō Transliteration C: prosyparcho Beta Code: prosupa/rxw

English (LSJ)

   A exist besides, δεῖ τὴν τρίτην ἔτι -ειν Arist.GC 335a31; καὶ μηδὲ [ἂν] ταφῆναι προσυπῆρχεν οἴκοι μοι and it would further have been my fate not even to be buried at home, D.21.106.

German (Pape)

[Seite 785] noch dazu vorhanden sein, οὐδε ταφῆναι προσυπῆρχεν ἐμοί, dazu würde ich nicht einmal haben begraben werden können, Dem. 21, 106.

Greek (Liddell-Scott)

προσυπάρχω: ὑπάρχω προσέτι, οὐδὲ ταφῆναι προσυπῆρχεν ἐμοί, προσέτι δὲ οὐδὲ νὰ ταφῶ ἠδυνάμην, Δημ. 549. 12, πρβλ. Ἀριστ. π. Γενέσ. καὶ Φθορ. 2. 9, 2.

French (Bailly abrégé)

appartenir à, être donné à.
Étymologie: πρός, ὑπάρχω.

Greek Monolingual

ΝΑ ὑπάρχω
υπάρχω επί πλέον
νεοελλ.
συνυπάρχω μαζί με άλλους.

Greek Monotonic

προσυπάρχω: μέλ. -ξω, υπάρχω επιπλέον, οὐδὲ ταφῆναι προσυπῆρχεν ἐμοί, και επιπλέον ούτε να ταφώ μπορούσα, σε Δημ.