χεζητιάω

Revision as of 02:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

Desiderat. of χέζω,

   A want to ease oneself, Ar.Nu.1387, Ra.8, al.

German (Pape)

[Seite 1341] wie χεσείω, desid. von χέζω, scheißern, Drang zum Stuhlgang haben, Ar. Nubb. 1369 Av. 700 Ran. 8 u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

χεζητιάω: ἐφετικὸν τοῦ χέζω, αἰσθάνομαι τάσιν πρὸς κένωσιν τῶν περιττωμάτων σὺ δ’ ἐμὲ νῦν ἀπάγχων βοῶντα καὶ κεκραγόθ’ ὅτι χεζητιῴην, οὐκ ἔτλης ἔξω ἐξενεγκεῖν, ὦ μιαρέ, θύραζέ μ’ ἀλλὰ πνιγόμενος αὐτοῦ ’ποίησα κακκᾶν Ἀριστοφ. Νεφ. 1387, Βάτρ. 8. κ. ἀλλ.· πρβλ. χεσείω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. prés.
avoir envie d’aller à la selle, de chier.
Étymologie: χέζω.

Greek Monotonic

χεζητιάω: εφετικό του χέζω, σε Αριστοφ.