βουφόνια
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
(sc. ἱερά), τά, at Athens, ceremony at the Dipolia, at which
A an ox was slain, Ar.Nu. 985, Androt.13, Paus.1.28.11, Ael.VH8.3.
German (Pape)
[Seite 460] τά, sc. ἱερά, ein Fest mit Stieropfern in Athen, Ar. Nubb. 972.
Greek (Liddell-Scott)
βουφόνια: (ἐνν. ἱερά), τά, ἑορτὴ ἐν Ἀθήναις γινομένη μὲ θυσίας βοῶν, Ἀριστοφ. Νεφ. 985, πρβλ. Ἀνδοτ. παρὰ Σχολ.
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
les Bouphonies, fête athénienne où l’on immolait un bœuf.
Étymologie: βουφόνος.
Greek Monotonic
βουφόνια: (ενν. ἱερά), τά, γιορτή στην αρχαία Αθήνα με θυσίες βοδιών, σε Αριστοφ.