σύναμα
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
German (Pape)
[Seite 999] adv. statt σὺν ἅμα, zusammen, Sp., S. Emp. adv. eth. 159 Luc. Tim. 23 Theocr. 25, 126.
Greek (Liddell-Scott)
σύναμᾰ: Ἐπίρρ. ἀντὶ σὺν ἅμα, ὁμοῦ συγχρόνως, Ἀνθ. Π. 7. 9· ἔνθα φέρεται σὺν ἅμ’), Λουκ. Ἁλ. 51, Δὶς Κατηγ. 11, κτλ.· τινι, μετά τινος, Θεόκρ. 25. 126· σ. τοῖς φύλλοις Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 7, 1· συχνάκις ἐν τμήσει, σὺν δ’ ἅμα Ἰακώψ. ἐν Ἀνθ. Παλατ. 217, 795· οὕτω παρ’ Εὐρ. Μηδ. 1143, σὺν τέκνοις ἅμ’ ἑσπόμην, ― ὅπερ εἶναι τὸ πρῶτον ἴχνος τῆς συνθέσεως τῶν δύο μορίων εἰς μίαν λέξιν. ― Ὁ τύπος συνάμα εἶναι πλημμελής, ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 889.
French (Bailly abrégé)
adv.
en même temps avec, τινι ; abs. ensemble.
Étymologie: σύν, ἅμα.