ἄγασμα
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
τό, (ἄγαμαι)
A object of adoration, S.Fr.971 (pl.).
German (Pape)
[Seite 9] τό (ἄγαμαι), Gegenstand der Bewunderung, Soph. frg. 739 in B. A. 325.
Greek (Liddell-Scott)
ἄγασμα: τό, (ἄγαμαι) ἀντικείμενον λατρείας, Σοφ. Ἀποστ. 799, εἰς Β. Α. 325.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Prosodia: [ᾰ-]
motivo de admiración o respeto, S.Fr.971, cf. Hsch., Eust.971.17.