πυξίς
Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A box of box-wood: generally, box (cf. A.D.Synt.249.1), PRyl. 125.26 (i A.D.), Sammelb.4324.17, Luc.Asin.12, Philops.21, etc.; π. χαλκῆ Trypho Trop.1.2; π. ἰατρικαί Ph.Bel.77.28, cf. Dsc.3.11; for poison, J.BJ1.30.7; so Lat. pyxis, Cic.Cael.25.61, Juv.13.25. II cylinder in which a piston works, Hero Spir.1.28. III = πυξίον 1, Eust.632.57. IV name of a plaster, Aët.12.63, 15.15, Paul.Aeg. 3.78.
German (Pape)
[Seite 818] ίδος, ἡ, Büchse aus Buxbaumholz, Luc. Asin. 14 u. A.; Hesych. erkl. πυξίδα, δίπτυχα.
Greek (Liddell-Scott)
πυξίς: -ίδος, ἡ, κιβώτιον μικρὸν ἐκ ξύλου πύξου· καθόλου μικρὰ θήκη ἢ κιβώτιον κἂν ἀφ’ ἑτέρας ὕλης τύχῃ γενόμενον, (pyx ἢ pax ἐν τῇ Ἐκκλ. τῶν Λατίνων γλώσσῃ), Λουκ. Ὄνος 14, Φιλοψ. 21, κτλ.· π. χαλκῆ Ρήτορες (Walz) 8. 731· ὡς μελανοδοχεῖον, Ἰωσήπ Ἰουδ. Πόλ. 1. 30. 7. ΙΙ. = πυξίον, Εὐστ. 632. 57.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
boîte en buis pour remèdes ou pour diverses substances ; vase en forme de boîte (pyxis).
Étymologie: πύξος.
Spanish
Greek Monotonic
πυξίς: -ίδος, ἡ, μικρό κιβώτιο από ξύλου θάμνου, σε Λουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυξίς -ίδος, ἡ [πύξος] potje.