συγκατέχω

From LSJ
Revision as of 12:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκατέχω Medium diacritics: συγκατέχω Low diacritics: συγκατέχω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΕΧΩ
Transliteration A: synkatéchō Transliteration B: synkatechō Transliteration C: sygkatecho Beta Code: sugkate/xw

English (LSJ)

   A keep together with, αὑτῷ Pl.Cra. 404a.    II help in seizing, τῷ Κύλωνι τὴν ἀκρόπολιν Lib.Decl.22.33; help in holding down, Tab.Defix.Aud.156.44 (Rome, iv/v A.D.).

German (Pape)

[Seite 966] (s. ἔχω) mit oder zugleich an- oder festhalten, Plat. Crat. 404. a u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συγκατέχω: κατέχω ὁμοῦ, Πλάτ. Κρατ. 404A.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
κατέχω κάτι από κοινού με άλλον
αρχ.
1. καταλαμβάνω κάτι συγχρόνως με κάποιον
2. συγκρατώ κάτι και εγώ με κάποιον άλλο.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
κατέχω κάτι από κοινού με άλλον
αρχ.
1. καταλαμβάνω κάτι συγχρόνως με κάποιον
2. συγκρατώ κάτι και εγώ με κάποιον άλλο.