πατά
From LSJ
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
English (LSJ)
Scythian word,
A = κτείνω, Hdt.4.110.
German (Pape)
[Seite 533] nach Her. 4, 110 scythisches Wort für κτείνειν.
Greek (Liddell-Scott)
πατά: λέξις Σκυθική, = κτείνω, Ἡρόδ. 4. 110.
French (Bailly abrégé)
tuer.
Étymologie: mot scythe.
Greek Monolingual
Α
κτείνω, σκοτώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σκυθική λ.].