ἀκρωλένιον
Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust
English (LSJ)
τό,
A elbow of a net, i.e. outer angle of mesh, X.Cyn.2.6, Poll.5.29.
German (Pape)
[Seite 85] τό, Spitze des Ellnbogens, Poll. 2, 140. Bei Xen. Equ. 2, 7 bedeutet es Netzessaum u. ist wohl in ἀκρολίνιον zu ändern, obwohl Poll. 5, 29 es auch ἄρκυος μέρος erkl.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρωλένιον: τό, τὸ ἄκρον τοῦ ὤμου, ἡ ἀπόφυσις, ἀκρωμία, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 791· ἐπὶ ἵππου, αἱ ὠμοπλάται, Ξεν. Ἱπ. 1. 11· πρβλ. Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 2. 1, 19· οὕτως ἀκρώμιον, το, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 780, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 5, 4· πρβλ. Greenhill, Θεόφιλ. 176, 13.
Spanish (DGE)
-ου, τό
borde o ángulo de la red X.Cyn.2.6, 6.9, Poll.5.29, Them.Or.23.297a.
Greek Monolingual
ἀκρωλένιον, το (Α)
1. το άκρο της ωλένης, ο αγκώνας
2. η άκρη ή εξωτερική γωνία του κυνηγετικού διχτύου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρ(ο)- (Ι) + ὠλένη.