ἀλεκτρυών

From LSJ
Revision as of 17:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλεκτρυών Medium diacritics: ἀλεκτρυών Low diacritics: αλεκτρυών Capitals: ΑΛΕΚΤΡΥΩΝ
Transliteration A: alektryṓn Transliteration B: alektryōn Transliteration C: alektryon Beta Code: a)lektruw/n

English (LSJ)

[ᾰ], όνος, ὁ,

   A cock, Thgn.864, etc., cf. Arist.HA536a28, etc.; ἤδη ἀ. ᾀδόντων at cock-crow, Pl.Smp.223c.    2 ἀ. Νομάς or Νομαδικός guinea-fowl, Luc. Nav.23.    II ἡ, hen, Ar.Nu.663, Fr.185, Pl.Com.19.20, Theopomp. Com.9, etc.

German (Pape)

[Seite 92] όνος, ὁ, Hahn, zuerst bei Theogn. 1096, vgl. Aristonic. Schol. Il. 17, 602; Plat. u. A.; auch ἡ, Henne, Ar. Nub. 662; comic. bei Athen. IX, 373 f.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλεκτρυών: [ᾰ], όνος, ὁ, ἀλέκτωρ, gallus gallinaceus, Θέογν. 864, κτλ.· πρβλ. Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 4. 9. 14, κτλ.· ἀλεκτρυόνων ᾀδόντων, καθ’ ἣν ὥραν..., Πλάτ. Συμπ. 223C. ΙΙ. ἡ, = ἀλεκτρύαινα, ἡ ὄρνις, Ἀριστοφ. Νεφ. 663, Ἀποσπ. 237, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Δαιδάλῳ» 1, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Εἰρήνῃ» 3, κτλ.· πρβλ. ἀλέκτωρ, ἀλεκτορίς.

French (Bailly abrégé)

όνος (ὁ, ἡ)
coq, poule, oiseau.
Étymologie: ἀλέκτωρ.

Greek Monolingual

ἀλεκτρυών (-όνος), ο, η (Α)
1. (το αρσ.) πετεινός, κόκορας
2. το θηλ. όρνιθα, κότα
3. στη Μυκηναϊκή η λέξη μαρτυρείται έμμεσα με το όνομα Ἀλεκτρυών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρεκτεταμένος τ. της λ. ἀλέκτωρ που σχηματίστηκε αναλογικά προς λ. όπως ἀλκυών , Γηρυών κ.ά.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλεκτρύαινα, ἀλεκτρυόνειος, ἀλεκτρυόνιο, ἀλεκτρυώδης
μσν.
ἀλεκτρυονίς.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀλεκτρυονοπώλης, ἀλεκτρυονοπωλητήριον. ἀλεκτρυονοτρόφος, ἀλεκτρυοφώνιον
(μσν. νεοελλ.) ἀλεκτρυομαντεία].

Greek Monotonic

ἀλεκτρυών: [ᾰ], -όνος, ὁ,
I. κόκκορας, σε Θέογν. κ.λπ.
II. = ἡ ἀλεκτρύαινα, όρνιθα, κότα, σε Αριστοφ.