ἆμαρ

From LSJ
Revision as of 17:55, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang

Menander, Monostichoi, 382
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἆμαρ Medium diacritics: ἆμαρ Low diacritics: άμαρ Capitals: ΑΜΑΡ
Transliteration A: âmar Transliteration B: amar Transliteration C: amar Beta Code: a)=mar

English (LSJ)

ατος, τό, Dor. for ἦμαρ.

German (Pape)

[Seite 116] dor. = ἶμαρ, ἄματα Pind. P. 4, 156.

Greek (Liddell-Scott)

ἆμαρ: -ατος, τό, Δωρ. ἀντὶ ἦμαρ.

French (Bailly abrégé)

dor. c. ἦμαρ.

English (Slater)

ἆμᾰρ
   1 day κεῖνο κεῖν' ἆμαρ διαίτασεν (P. 9.68) τὸ μὲν πὰρ ἆμαρ ἕδραισι Θεράπνας, τὸ δ' οἰκέοντας ἔνδον Ὀλύμπου (P. 11.63) καὶ δεύτερον ἆμαρ ἐτείων τέρμ' ἀέθλων γίνεται (I. 4.67) ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ (Pae. 2.76) τῷδ' ἐν ἄματι τερπνῷ (Pae. 15.1) opposed to night, ἐκάλει νύκτας ἄματά τ' εὔφρονα (P. 4.196) μοιρίδιον ἆμαρ ἢ νύκτες (P. 4.256) εὗρεν παρθένοισι πρὶν μέσον ἆμαρ, ἑλεῖν ὠκύτατον γάμον (P. 9.113)

Spanish (DGE)

v. ἦμαρ.

Greek Monotonic

ἆμαρ: Δωρ. αντί ἦμαρ.