ἀνδροτής
From LSJ
English (LSJ)
ῆτος, ἡ,
A manhood, Il.16.857, 24.6 (with first syll. shortened; v.l. ἁδροτῆτα). II = ἀνδρεία, Phintys ap.Stob.4.23.61.
German (Pape)
[Seite 219] ῆτος, ἡ, Mannheit, Hom. Iliad. 16, 857. 22, 363 ἀνδροτῆτα καὶ ἥβην; 24, 6 ἀνδροτῆτά τε καὶ μένος ἠύ. Ueber die v. l. ἁδροτῆτα s. unter ἁδροτής.
English (Autenrieth)
ῆτος: manliness, manly beauty; λιποῦσ' ἀνδροτῆτα καὶ ἥβην, Il. 16.857, Il. 22.363; ἀνδροτῆτά τε καὶ μένος ἠύ, Il. 24.6, where the first syllable is shortened. See ἁδροτής.
Greek Monolingual
ἀνδροτής, -ῆτος, ἡ (Α)
ανδρική ηλικία, ανδροσύνη, ανδρεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός. Στον Όμηρο απαντά τ. αδροτήτα ο οποίος ή αποτελεί κεντρική παραλλαγή του ανδροτήτα ή θα πρέπει να διορθωθεί σε δροτήτα].