ἀνθίας
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
ου, ὁ, a kind of
A sea-fish, Labrus or Serranus anthias (Adams), Anan.5.1, Epich.58, Diph.64; = αὐλωπίας, Arist.HA570b19.
German (Pape)
[Seite 232] ὁ, ein Meerfisch, Anan. bei Ath. 282; Arist. H. A. 7, 16; Opp. H. 1, 254.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθίας: ὁ, εἶδος θαλασσίου ἰχθύος ἀγελαίου· ἐκαλεῖτο καὶ αὐλωπίας, προσέτι καὶ ἱερὸς ἰχθύς, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 37. 6, Ἐπιχ. 29, Ahr., Ἀνάν. Ἀποσπ. 2, Labrus ἢ Serranus anthias (Adams). Κατὰ Σιδθόρπιον εἶναι ὁ νῦν χάννος, Memoirs κτλ. ὑπὸ R. Walpole (1817) σ. 272.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): jón. -ης Anan.5.1
• Morfología: [gen. plu. ἀνθιέων Opp.H.1.248, 254]
ict. antias cierto pez marino tb. llamado αὐλωπίας: ὃν καλοῦσί τινες ἀνθίαν Arist.HA 570b19, y καλλιώνυμος: τὸν δ' ἀνθίαν τινὲς ... καλοῦσιν, ἔτι δὲ καλλιώνυμον Dorio en Ath.282c
•quizás el Anthias sacer u otros acantopterigios, Arist.HA 620b33, ἀνθίαν νομίζουσιν ἱερόν Ael.NA 8.28, cf. 12.47, Anan.l.c., Epich.22, ἀνθίαι καὶ σκάροι Plu.2.977c, ἀνθίας· ἰχθὺς ... μέγιστος Cyran.4.2, cf. Opp.H.1.248.