ἀντίφραγμα
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
ατος, τό,
A counter-fence, bulwark, πρός τι Plu.2.558d.
German (Pape)
[Seite 263] τό, Gegenbollwerk, Plut. S. N. V. 18.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίφραγμα: τό, φραγμὸς ἐναντίον τινός, πρόχωμα, ταῦτα μὲν ὥςπερ ἀντιφράγματά σοι κείσθω πρὸς τοὺς … κατηγορικοὺς ἐκείνους Πλούτ. 2. 558D.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
baluarte πρὸς τοὺς ἄγαν πικροὺς ... ἐκείνους Plu.2.558d.
Greek Monolingual
ἀντίφραγμα, το (Α)
οχύρωμα, πρόχωμα.