ἀντίφραγμα

From LSJ
Revision as of 06:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντίφραγμα Medium diacritics: ἀντίφραγμα Low diacritics: αντίφραγμα Capitals: ΑΝΤΙΦΡΑΓΜΑ
Transliteration A: antíphragma Transliteration B: antiphragma Transliteration C: antifragma Beta Code: a)nti/fragma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A counter-fence, bulwark, πρός τι Plu.2.558d.

German (Pape)

[Seite 263] τό, Gegenbollwerk, Plut. S. N. V. 18.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίφραγμα: τό, φραγμὸς ἐναντίον τινός, πρόχωμα, ταῦτα μὲν ὥςπερ ἀντιφράγματά σοι κείσθω πρὸς τοὺς … κατηγορικοὺς ἐκείνους Πλούτ. 2. 558D.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
baluarte πρὸς τοὺς ἄγαν πικροὺς ... ἐκείνους Plu.2.558d.

Greek Monolingual

ἀντίφραγμα, το (Α)
οχύρωμα, πρόχωμα.