ἀποβροχίζω
English (LSJ)
A ligature, Sor.1.80, Gal.14.784. II bind tightly, λαιμόν AP9.410 (Tull. Sab.). III strangle, ἑαυτόν Polyaen. 8.63.
German (Pape)
[Seite 298] ab-, zuschnüren, λαιμόν Tull. Gem. 9 (IX, 410); bei Chirurg. Gefäße unterbinden; ἑαυτόν, sich henken, Polyaen. 8, 63.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποβροχίζω: μέλλ -ίσω, δένω σφιγκτά, στερεῶς, Ἀρχιγεν.: - ἐντεῦθεν ῥηματ. ἐπίθ. ἀποβροχιστέον Ὀρειβάσ. (Cocch) 157: - Οὐσ. ἀποβροχισμὸς ὁ, Ἄντυλλ. ἐν Ὀρειβασ. 35 (Mai). II. ἀπαγχονίζω, στραγγαλίζω, Ἀνθ. Π. 9. 410.
French (Bailly abrégé)
1 lier, étreindre avec un lacet ; t. de chir. faire une ligature;
2 étrangler avec un lacet.
Étymologie: ἀπό, βροχίς².
Spanish (DGE)
1 atar fuertemente, estrechar con la cuerda de la lira θηρὸς λαιμὸν ἀπεβρόχισεν estranguló el cuello del bicho, AP 9.410 (Tull.Sab.)
•colgar, ahorcar αὑτάς Polyaen.8.63.
2 en medic. estrangular τὰ σταφυλώματα Gal.14.784
•atar τὸν ὀμφαλόν Sor.58.26, cf. 59.5.
Greek Monotonic
ἀποβροχίζω: μέλ. -ίσω (βρόχος), απαγχονίζω, στραγγαλίζω, σε Ανθ.