ἀρωματικός

From LSJ
Revision as of 06:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρωμᾰτικός Medium diacritics: ἀρωματικός Low diacritics: αρωματικός Capitals: ΑΡΩΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: arōmatikós Transliteration B: arōmatikos Transliteration C: aromatikos Beta Code: a)rwmatiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A aromatic, δυνάμεις Dsc.2.171, Plu.2.383f; -κόν, τό, ib.791b; -κή (sc. ὠνή), ἡ, contract for supply of spices, Röm.Mitt.13.121.

German (Pape)

[Seite 368] gewürzhaft, Plut. an seni 13.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρωματικός: -ή, -όν, ὁ περιέχων ἄρωμα, ἀρωματώδης, εὐώδης, τῶν ἀρωματοφόρων δένδρων τινῶν μὲν ἡ ῥίζα ἀρωματική ἐστιν, τινῶν ὁ φλοιός, τινῶν τὸ ξύλον Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 6, 1, Διοσκ. 2. 202, Πλούτ. 2. 791B.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
aromatique.
Étymologie: ἄρωμα.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 aromático δυνάμεις Dsc.2.171, Plu.2.383f, ὁ ἀ. κάλαμος Gal.11.853, φυτόν Hsch.s.u. ξειρίς, εἴδη ἀρωματικά especies aromáticas, PAnt.32.25 (IV d.C.)
ἀρωματικὴ ἐργασία negocio de perfumes, PFay.93.7 (II d.C.).
2 subst. τὸ ἀ. la propiedad aromática Plu.2.791b
ἡ ἀρωματική contrata de abastecimiento de perfumes ἀρωματικῆς τῶν κυρίων καισάρων (sello) de la contrata imperial de perfumes, IGR 1.1375, cf. 1376 (II d.C.)
tb. en plu. ὑποδέκτης ἀρωματικῶν PSI 1264.11 (IV d.C.).

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἀρωματικός, -ή, -όν) [[[άρωμα]] (Ι)]
αυτός που αναδίνει άρωμα, ο ευωδιαστός.