ἀφυσγετός
English (LSJ)
(ἀφύσγετος Tyrannio ap.Sch.Il.11.495), ὁ,
A mud and rubbish which a stream carries with it, Il.11.495, Opp.H.1.779. II as Adj., filthy, ὕδρωψ Nic.Al.342. 2 (ἀφύσσω) abundant, νέκταρ ib.584.
German (Pape)
[Seite 416] (ἀφύσσω), ὁ, Schlamm u. andere Unreinigkeiten, die ein Sturzbach mit sich führt, Il. 11, 495, ἅπαξ εἰρημ.; vgl. Opp. H. 1, 778; bei Ael. H. A. 2, 22 πηλὸς πάνυ ἰλυώδης; auch andere Unreinigkeiten, verdorbene Säfte. – Bei Nic. adj. νέκταρ ἀφ. Al. 597, vom Schol. πολύ erkl., = ἀφύξιμος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφυσγετός: ὁ, αἱ ἰλυώδεις ἀκαθαρσίαι ἅς καταβιβάζουσιν οἱ χείμαρροι, ἰλύς, συρφετός, πολλὸν δέ τ’ ἀφυσγετὸν εἰς ἄλλα βάλλει Ἰλ. Λ. 495, πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 1. 779. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. ἄφθονος (πρβλ. ἀφύξιμος), Νικ. Ἀλεξιφ. 597.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
eau grasse ou bourbeuse, fange.
Étymologie: DELG ἀφύσσω.
English (Autenrieth)
mud, Il. 11.495†.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
• Alolema(s): ἀφύσγετος Tyrannio p.18
1 subst. lodo, fango (ποταμός) πολλὸν ... ἀφυσγετὸν εἰς ἅλα βάλλει Il.11.495, cf. Nonn.D.23.215, Opp.H.1.779.
2 como adj. sedimentado, decantado, entendido como acumulado, abundante ὡς ὅποθι ὑδρὼψ ... ἀνὰ μέσον ἀ. ὀμφαλόν como cuando la hidropesía se acumula en medio, en el ombligo Nic.Al.342, νέκταρ ἀφυσγετόν Nic.Al.584.
• Etimología: Etim. dud. Se rel. desde antiguo c. ἀφύσσω q.u.
Greek Monotonic
ἀφυσγετός: ὁ, λάσπη και βρωμιά που μεταφέρει μαζί του ο χείμαρρος, σκουπίδια, απορρίμματα, σε Ομήρ. Ιλ. (άγν. προέλ.).