γυναικών
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
English (LSJ)
ῶνος, ὁ, = sq., X.Cyr.5.5.2.
German (Pape)
[Seite 511] ῶνος, ὁ, Frauengemach, der von den Frauen bewohnte Theil des Hauses, Xen. Cyr. 5, 5, 1.
Greek (Liddell-Scott)
γῠναικών: -ῶνος, ὁ,= γυναικωνῖτις, Ξεν. Κύρ. 5. 5, 2.
French (Bailly abrégé)
ῶνος (ὁ) :
appartement des femmes, gynécée.
Étymologie: γυνή.
Spanish (DGE)
-ῶνος, ὁ
gineceo, e.e. lugar reservado a las mujeres γυναῖκα εἰσαγαγεῖν εἰς τὸν γυναικῶνα τῆς σκηνῆς X.Cyr.5.5.2, en la ciu. de Susa, LXX Es.2.3, 9, 14.
Greek Monotonic
γῠναικών: -ῶνος, ὁ = γυναικωνῖτις, σε Ξεν.