δύσνυμφος

From LSJ
Revision as of 22:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσνυμφος Medium diacritics: δύσνυμφος Low diacritics: δύσνυμφος Capitals: ΔΥΣΝΥΜΦΟΣ
Transliteration A: dýsnymphos Transliteration B: dysnymphos Transliteration C: dysnymfos Beta Code: du/snumfos

English (LSJ)

ον,

   A ill-wedded or ill-betrothed, E.IT216 (lyr.), Tr.144 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 685] als Braut unglücklich, νύμφη, κοῦραι, Eur. I. T. 216 Troad. 145.

Greek (Liddell-Scott)

δύσνυμφος: υν, ὁ δυστυχὴς ἐν τῷ γάμῳ αὐτοῦ, Εὐρ. 1. Τ. 216, Τρῳ. 145.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. f.
malheureuse jeune femme.
Étymologie: δυσ-, νύμφη.

Spanish (DGE)

-ον

• Morfología: [fem. -α E.Tr.144]
mal casado, de boda funesta νύμφα E.IT 216, κόραι E.l.c., cf. Orac.Sib.11.285, Θεσσαλίη Orac.Sib.7.56.

Greek Monolingual

δύσνυμφος, -ον (Α)
(για γυναίκα) η δυστυχισμένη στον γάμο.

Greek Monotonic

δύσνυμφος: -ον (νύμφη), αυτός που είναι δυστυχισμένος στο γάμο ή στον αρραβώνα του, κακοπαντρεμένος, σε Ευρ.