δύσεδρος

From LSJ
Revision as of 22:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσεδρος Medium diacritics: δύσεδρος Low diacritics: δύσεδρος Capitals: ΔΥΣΕΔΡΟΣ
Transliteration A: dýsedros Transliteration B: dysedros Transliteration C: dysedros Beta Code: du/sedros

English (LSJ)

[ῠ], ον,

   A bringing evil in one's abode, A.Ag.746 (lyr.).    2 fitting ill, awry, D.H.Comp.6.

German (Pape)

[Seite 678] übel sitzend; Ἐρινύς, durch ihren Aufenthalt Unglück bringend, Aesch. Ag. 726; nicht passend, Dion. Hal. C. V. p. 40.

Greek (Liddell-Scott)

δύσεδρος: -ον, ἐπὶ κακῷ καθήμενος, κακὸς σύνοικος, Ἐρινὺς Αἰσχύλ. Ἀγ. 746. 2) μὴ ἐφαρμοζόμενος καλῶς, εἴ τι δύσεδρόν ἐστιν, ἀποκροῦσαι καὶ περικόψαι καὶ αὐτὸ τοῦτο εὔεδρον ποιῆσαι Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au séjour funeste.
Étymologie: δυσ-, ἕδρα.

Spanish (DGE)

-ον
1 de funesto aposentamiento de Helena, A.A.746.
2 que asienta mal, inestable de materiales empleados en la construcción de un edificio, D.H.Comp.6.3.

Greek Monolingual

δύσεδρος, -ον (Α)
1. αυτός που κάθεται για κακό ή προκαλεί δυστυχία όπου παραμένει («δύσεδρος... Ἐρινύς»)
2. αυτός που ταιριάζει ή προσαρμόζεται δύσκολα.

Greek Monotonic

δύσεδρος: -ον (ἕδρα), αυτός που επιφέρει κακό με τη διαμονή του, κακός σύνοικος, σε Αισχύλ.