ἑκατοντούτης
From LSJ
ἡ δὲ γεωργία πέττει καὶ ἐνεργὸν ποιεῖ τὴν τροφήν → tillage brings to maturity and calls into action the nutritive properties of the soil
English (LSJ)
ου, ὁ, contr. for ἑκατονταέτης, Luc.Macr. 14 :—fem. ἑκᾰτοντ-οῦτις, ιδος, Ath.15.697e.
German (Pape)
[Seite 753] zsgzgn aus ἑκατονταέτης, ὁ, hundertjährig, Luc. Macrob. 14.
Greek (Liddell-Scott)
ἑκατοντούτης: -ου, συνῃρ. ἀντὶ ἑκατονταετής, Λουκ. Μακρόβ. 14· θηλ. ἑκατοντοῦτις, -ιδος, Ἀθήν. 697F.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
de cent ans, séculaire.
Étymologie: ἑκατόν, ἔτος.
Spanish (DGE)
-ου
de cien años ἑ. γενόμενος al llegar a los cien años Luc.Macr.14, cf. Philostr.VA 1.14, Hippol.Haer.10.30.3.
Greek Monolingual
ο (θηλ. εκατοντούτις) (Α ἑκατοντούτης, θηλ. ἑκατοντοῡτις)
αυτός που έχει ηλικία εκατό χρόνων.
Greek Monotonic
ἑκᾰτοντούτης: -ου, ὁ, συνηρ. αντί ἑκατονταετής, σε Λουκ.