ἐκσωρεύω
From LSJ
τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud
English (LSJ)
A heap, pile up, E.Ph.1195 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 779] an-, aufhäufen, Eur. Phoen. 1202.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκσωρεύω: ἐπισωρεύω, Εὐρ. Φοίν. 1195.
French (Bailly abrégé)
amonceler, entasser.
Étymologie: ἐκ, σωρεύω.
Greek Monolingual
ἐκσωρεύω (Α)
επισωρεύω, συσσωρεύω, σωρεύω το ένα πάνω στο άλλο.