ἐμφεύγω
From LSJ
οὐετρανοὶ οἱ χωρὶς χαλκῶν → veterans who have not received bronze copies of the privileges granted on discharge
English (LSJ)
A fly in or into, εἰς . . Luc.Pseudol.27 (s. v. l.).
German (Pape)
[Seite 819] (s. φεύγω), hineinfliehen, εἴς τι, Luc. Pseudol. 27.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμφεύγω: εὑρίσκω καταφύγιον, καταφεύγω, Λουκ. Ψευδολογ. 27.
French (Bailly abrégé)
impf. ἐνέφευγον;
se réfugier dans.
Étymologie: ἐν, φεύγω.
Spanish (DGE)
huir a, refugiarse en fig. ἐς τὸν ἄκρατον ἐνέφευγες te refugiabas en el vino sin mezclar Luc.Pseudol.27.
Greek Monolingual
ἐμφεύγω (Α)
φεύγω μέσα, καταφεύγω σε κάτι, βρίσκω καταφύγιο.
Greek Monotonic
ἐμφεύγω: μέλ. -ξομαι,(ἐν), βρίσκω καταφύγιο ή καταφεύγω, σε Λουκ.