ἐπίκυκλος
From LSJ
ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her
English (LSJ)
ὁ, Astron.,
A epicycle, Plu.2.1028b, Theo Sm.p.162H., Ptol.Alm.3.3, Iamb.VP6.31 (pl.), etc.
German (Pape)
[Seite 954] ὁ, der Nebenkreis, in der Astronomie, Plut. de anim. procr. e Tim. 31.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίκυκλος: ὁ, κύκλος ἐπὶ ἑτέρου κύκλου (παρ’ Ἀστρον.) Πλούτ. 2. 1028Β.
Greek Monolingual
ο (Α ἐπίκυκλος)
αστρον. κύκλος που το κέντρο του βρίσκεται στην περιφέρεια άλλου κύκλου.