ἐπικεντρίζω
From LSJ
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
English (LSJ)
A apply the spur, AP9.777 (Phil.). II. graft vines, Gp.5.17.11.
German (Pape)
[Seite 948] mit dem Stachel auf der Oberfläche berühren, ritzen, Philp. 50 (IX, 77). – Bei Geopon. pfropfen, = ἐγκεντρίζω.
French (Bailly abrégé)
1 aiguillonner;
2 greffer.
Étymologie: ἐπί, κεντρίζω.
Greek Monolingual
ἐπικεντρίζω (AM) κεντρίζω
μσν.
εγκεντρίζω, μπολιάζω κλήματα
αρχ.
κεντρίζω το άλογο με τον πτερνιστήρα.
Greek Monotonic
ἐπικεντρίζω: μέλ. -σω, κεντρίζω με τον πτερνιστήρα, σε Ανθ.